-
1 μετ-αμπ-έχω
μετ-αμπ-έχω, oder - αμπίσχω (s. ἀμπέχω), umkleiden, anlegen, im med. übertr., τὴν χαλεπωτάτην δουλείαν ἀντὶ ἐλευϑερίας μεταμπισχόμενος, Plat. Rep. VIII, 569 c.
1 μετ-αμπ-έχω
μετ-αμπ-έχω, oder - αμπίσχω (s. ἀμπέχω), umkleiden, anlegen, im med. übertr., τὴν χαλεπωτάτην δουλείαν ἀντὶ ἐλευϑερίας μεταμπισχόμενος, Plat. Rep. VIII, 569 c.